Βιοκαύσιμα από φύκη

Βιοκαύσιμα από φύκη

Το θέμα της ενεργειακής επάρκειας αποτελεί για κάθε κράτος ύψιστο μέλημά του καθώς απ’ αυτό εξαρτάται η δυναμικότητά του και εν πολλοίς και η ανεξαρτησία του. Θεωρούμενο ως θέμα υψίστης προτεραιότητας και σε παγκόσμιο επίπεδο, συναρτά άμεσα την ευημερία και την παρεμβατικότητα κάθε χώρας με την παγκόσμια πορεία.

Εδώ και 3 περίπου δεκαετίες η ενεργειακή επάρκεια έχει αναδυθεί και ως συνειδησιακή μόχλευση των κοινωνικών στρωμάτων κινητοποιώντας μάζες ανθρώπων που παλαιότερα αδιαφορούσαν, αλλά τώρα, με όχημα έκφρασης την επιλεγόμενη και καθιερωμένη πλέον στο παγκόσμιο λεξιλόγιο “κλιματική αλλαγή” διεκδικούν επάρκεια ενέργειας αλλά με απόλυτα “καθαρούς” όρους. Στο δόγμα (διότι έτσι πλέον μεταμορφώθηκε) της κλιματικής αλλαγής ομνύουν πολιτικοί και επιστήμονες (καρπούμενοι όφελος κατά περίπτωση) κατηγορώντας με βδελυγμία τα ορυκτά καύσιμα ως ρυπαντές και φορτιστές της ατμόσφαιρας με το “βλαβερό” διοξείδιο του άνθρακα που θα κάνει τελικά (κάποτε στο μέλλον) τον πλανήτη μας “φούρνο”. Βέβαια κάθε κινητοποίηση και διεκδίκηση για ένα καθαρότερο, φιλικότερο και οικολογικό πλανήτη δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφήνει κανέναν ασυγκίνητο ιδιαίτερα στον καιρό μας που το πρόβλημα του υπερπληθυσμού έχει αρχίσει να απορρυθμίζει την τάξη του κόσμου. Οσο και να το θέλω, θα αποφύγω τον πειρασμό να εκφράσω εδώ την άποψή μου για την “κλιματική αλλαγή” (ή μήπως υπερθέρμανση; ακόμα προβληματίζομαι) και τις λύσεις για να την αποφύγουμε επιλέγοντας αντί για καύσιμα την πυρηνική ενέργεια, τα αιολικά, τα φωτοβολταϊκά, τη γεωθερμία (ας μου θυμίσει κάποιος μήπως ξεχνώ κάτι) καθώς κρύος ιδρώτας αρχίζει να μου βγαίνει όταν σκέφτομαι ότι πιθανώς θα εκφράσω κάτι που το ιερατείο των κλιματο-ακτιβιστών θεωρήσει βέβηλο. Ομως θα εκφράσω μια αστραπιαία σκέψη επ’ αυτού και θα το αφήσω για αργότερα. Η σκέψη αυτή που με ταλανίζει και δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο αλγόριθμο επίλυσης έχει να κάνει με το πως θα καλυφθεί μελλοντικά η ενέργεια που απαιτούν για την κίνηση π.χ. τα αεροσκάφη, τα πλοία (επιβατηγά, εμπορικά), τα φορτηγά, και γενικώς κάθε είδους γιγαντιαία οχήματα.  Οσο και αν εξελιχθούν οι μπαταρίες μόνο αφελείς μπορούν να προσδοκούν ηλεκτροκινητήρες ικανούς να σηκώσουν ή να προωθήσουν ογκώδη οχήματα και μάλιστα για χρηστικές διάρκειες. Συνεπώς οι κινητήρες εσωτερικής καύσης για αυτά είναι και θα παραμείνουν η μόνη επιλογή. Δεν πρέπει να συγχέουμε τις ενεργειακές ανάγκες των νοικοκυριών, των επιβατικών οχημάτων, των τραίνων ακόμα και των εργοστασίων με τα μεγάλου εκτοπίσματος μεταφορικά μέσα. Οι πρώτες παραπάνω χρήσεις μπορούν να προσβλέπουν στις ανανεώσιμες πηγές οι δεύτερες όχι. Το πως θα εξελιχθούν οι “ανανεώσιμες” ως προς την απόδοση, αξιοπιστία, χωρο-χρηστικότητα και τα συναφή που αφορούν τη διαρκή παραγωγή ηλεκτρισμού (διότι περί αυτού πρόκειται) είναι κάτι που απασχολεί την οικουμένη και δεν θα το πιάσω για ανάλυση.

Συνεπώς επικεντρώνομαι στα ορυκτά καύσιμα παντός τύπου και ιδιαίτερα τους υδρογονάνθρακες (πετρελαιοειδή) συμπεριλαμβάνοντας και το φυσικό αέριο. Αυτά ακόμα και για παραγωγή ηλεκτρισμού αποτελούν σίγουρη πηγή τροφοδοσίας των μηχανών καύσης και δεν πρόκειται όσο και αν το επιθυμούμε οικολογο-διαλεγόμενοι (με την έννοια του συρμού εννοώ) να τα εξοβελίσουμε από τη ζωή μας. Αλλωστε όλος ο πλανήτης γύρω από αυτά περιστρέφεται και κατατρίβεται και στην πατρίδα μας λόγω των προσδοκιών για τα πολύτιμα κοιτάσματά μας, είναι που αισθανόμαστε την καυτή λαχανιασμένη ανάσα του γείτονα-άρπαγα.

Αν λοιπόν η ανάγκη για υδρογονάνθρακες ολοένα και θα αυξάνεται (το ξαναλέω για να μην ξεχνιόμαστε, βρισκόμαστε σε κατάσταση υπερπληθυσμού) ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της ανθρωπότητας για να εξασφαλίσει επάρκεια δεδομένου ότι κάποτε αυτά θα τελειώσουν (αν και το τέλος τους διαρκώς μετατίθεται σε απώτερο μέλλον); Ακόμα πιο προχωρημένα, αν δεχτούμε ότι η εξόρυξή τους σήμερα προκαλεί περιβαλλοντική υποβάθμιση και, (πως θα μπορούσα να μην το αναφέρω), η συνεχής καύση τους φορτίζει την ατμόσφαιρα με διοξείδιο του άνθρακα το οποίο (όπως η επικρατούσα άποψη το πρεσβεύει) θα υπερθερμάνει τον πλανήτη, τότε τι είδους υδρογονάνθρακες μπορεί να διασφαλίσει η ανθρωπότητα χωρίς τα παραπάνω αρνητικά; Η απάντηση υπάρχει και ονομάζεται βιοκαύσιμα.

Τα βιοκαύσιμα ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία είναι το οινόπνευμα (βιοαιθανόλη) και η δεύτερη το βιοντίζελ (υδρογονάνθρακες). Και τα δύο είναι καύσιμα μηχανών εσωτερικής καύσεως. Από το βιοντίζελ παράγονται κάθε είδους πετρελαιοειδή (πετρέλαια, βενζίνες, κηροζίνες) και ένα σωρό παραπροϊόντα (π.χ. πίσσες). Ερώτηση. Παράγονται σήμερα βιοκαύσιμα και πως παράγονται; Απάντηση, ναι, παράγονται και παράγονται από φυτά κυρίως και από φύκη. Αποφεύγω στο παρόν δοκίμιο να παραθέσω στοιχεία και στατιστικά παραγωγής αυτών των ουσιών τα οποία εύκολα μπορεί να τα βρει κάποιος στο διαδίκτυο. Στερώντας συνειδητά το γραπτό μου από τέτοια νούμερα στερώ και το κύρος μου (δεν πειράζει) από τεχνικές εντυπωσιασμού (παράθεση στατιστικών που υποδηλώνουν την εμβρίθεια του επιστήμονα) και προτιμώ να εστιαστώ στο μήνυμα – πρόταση που τελικά θα καταλήξω ως επιθυμία για την προκοπή της πατρίδας μου. Ομως θα αναφέρω μόνο 2 νούμερα και αυτά αρκούν για το σκοπό του παρόντος. Το 2000 η παγκόσμια παραγωγή βιοντίζελ ήταν 200.000 βαρέλια σε ημερήσια βάση και το 2019 έφθασε τα 1.800.000  βαρέλια ημερησίως. Εύκολα καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για τομέα αιχμής. Να σημειωθεί μάλιστα ότι στα παραπάνω νούμερα δεν συμπεριλαμβάνεται η βιοαιθανόλη η οποία κινεί ένα μεγάλο μέρος των οχημάτων της Βραζιλίας, την πρώτη παραγωγό χώρα παγκοσμίως σε οινόπνευμα από την επεξεργασία φυτών που καλλιεργεί .

Τι σημαίνει βιοαιθανόλη και τι σημαίνει βιοντίζελ; Το ξεκαθαρίζω. Το οινόπνευμα (βιοαιθανόλη) παράγεται από τη ζύμωση των σακχάρων που περιέχουν τα φυτά. Το βιοντίζελ από την εκχύλιση των λιπών που περιέχουν τα φυτά (διότι οι υδρογονάνθρακες του κάθε πετρελαιοειδούς είναι παρόμοια μόρια με αυτά των λιπών που τρώμε).

Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η παραγωγή βιοκαυσίμων είναι μια εύκολη υπόθεση που θα λύσει εδώ και τώρα το ενεργειακό πρόβλημα. Η όλη τεχνική διαδικασία απαιτεί αφενός μεγάλες εκτάσεις όπου θα καλλιεργηθούν τα φυτά (ζαχαρότευτλα, ζαχαροκάλαμο, σόγια, καλαμπόκι, ηλίανθος, δημητριακά, κ.ά.) και αφετέρου εργοστάσια επεξεργασίας της φυτικής ύλης. Ομως μπροστά στο μεγάλο πλεονέκτημα του μηδενικού οικολογικού αποτυπώματος, δηλαδή του ότι το διοξείδιο του άνθρακα που θα παραχθεί από την καύση αυτών των καυσίμων εξισορροπείται (και αντισταθμίζεται και με το παραπάνω μάλιστα) από το διοξείδιο που κατανάλωσαν τα φυτά για να αυξηθούν και να γίνουν καύσιμο, το κουράγιο της ανθρωπότητας να στραφεί σε αυτή τη λύση παραμένει αμείωτο. Ομως το κουράγιο αυτό για να μην ξεφτίσει πρέπει να αντιμετωπίσει και να επιλύσει δύο μεγάλα προβλήματα που αφορούν ακριβώς την ουσία της όλης παραγωγής.

Το πρώτο πρόβλημα είναι πρόβλημα μεγέθους και αφορά τις τεράστιες εκτάσεις που απαιτούνται για να παραχθούν οι εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες καλλιεργήσιμων φυτών που χρειάζονται τα εργοστάσια μετατροπής της φυτικής ύλης σε βιοκαύσιμα. Κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει την απληστία των κρατών που βρίσκονται στους τροπικούς (εκεί αναπτύσσονται γρηγορότερα τα φυτά) για αποψιλώσεις των δασών της βροχής (βλέπε Αμαζόνιος) και αυτό πρέπει παντί τρόπω να εμποδιστεί. Ομως δυστυχώς συμβαίνει και πρέπει να το ανακόψουμε.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι διαχειριστικό και συνάμα ηθικής φύσεως. Επιπροσθέτως μπορεί σε πρώτο επίπεδο θεώρησης να ιδωθεί ως κατάσταση που απαλύνει την πίεση του πρώτου προβλήματος, όμως πρόκειται για φενάκη. Εξηγούμαι. Ως δήθεν λύση στο πρώτο πρόβλημα μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι αν ένα μέρος της υπάρχουσας φυτικής παραγωγής προς θρέψη της ανθρωπότητας το διοχετεύαμε στην παραγωγή βιοκαυσίμων τότε θα ανακόπταμε την καταστροφή των δασών. Αυτό όμως ήδη γίνεται και υπάρχουν χερσαίες εκτάσεις που καλλιεργούν φυτά αποκλειστικώς για βιοκαύσιμα. Και εδώ ακριβώς έγκειται η ουσία του δευτέρου προβλήματος.              

Και το πρόβλημα αυτό που συμπλέκει διαχείριση και ηθική δεν επιλύεται παρά μόνο με ανακοπή της ανεξέλεγκτης διεύρυνσης του κλάδου παραγωγής βιοκαυσίμων από καλλιεργούμενα φυτά όσο και αν το οικονομικό όφελος δελεάζει για εντατικοποίηση, επειδή από διαχειριστική άποψη οι απαιτούμενες εκτάσεις είναι μεγάλες και οι ανάγκες άρδευσης τρομακτικές και από ηθική άποψη δεν επιτρέπεται να υπερισχύσει η διοχέτευση της παραγωγής προς τα βιοκαύσιμα αντί της κάλυψης των επισιτιστικών αναγκών της ανθρωπότητας. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της Γης δεν είναι ατελείωτες αν αφαιρέσουμε από την επιφάνεια των ηπείρων τις ερήμους, τα βουνά, τους πόλους και τους παγετώνες, τις τούνδρες και φυσικά τις πόλεις και να μην το ξεχνάμε ποτέ, τα τροπικά δάση. Οι υπάρχουσες και χρησιμοποιούμενες καλλιεργούμενες γαίες ήδη επιβάλλουν ένα βαρύ φορτίο άρδευσης και ο υπερπληθυσμός (3,5 δισ. άνθρωποι το 1970, 7,5 δισ. σήμερα) επαπειλεί με διατροφική κρίση την ανθρωπότητα. Χωρίς να χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο σε αυτό, και ο πλέον στοιχειωδώς προβληματισμένος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τα όρια και το αδιέξοδο που θέτει για ανάπτυξη της παραγωγής βιοκαυσίμων από καλλιεργούμενα φυτά η ίδια η έκταση των αγρών της Γης και η τάση για ακόμα μεγαλύτερη διόγκωση του υπερπληθυσμού που επιφέρει ο πολιτισμός.

Ετσι λοιπόν από τη λεγόμενη “πρώτη γενιά” βιοκαυσίμων που βασίζονταν σε βρώσιμα φυτά, λόγω ακριβώς των προβλημάτων που αναφέρθηκαν περάσαμε παράλληλα και στα βιοκαύσιμα “δεύτερης γενιάς” που βασίζονται σε καλλιέργεια μη βρώσιμων φυτών και σε επεξεργασία απορριπτόμενων υλικών, χαρτί, ξύλο, καλαμποκόξυλο, κ.ά. για αιθανόλη, καμένα λάδια, ζωικά λίπη, κ.ά. για βιοντίζελ. Ομως και με τα βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς τα προβλήματα παραγωγής εξακολουθούν να δρουν περιοριστικά μια και οι απαιτούμενες εκτάσεις παραμένουν μεγάλες και δεσμεύουν αντίστοιχες επισιτιστικές με τις ανάλογες απαιτήσεις σε άρδευση, αλλά και η τεχνική διαδικασία καθίσταται πολύπλοκη και εργοβόρος στην περίπτωση της βιοαιθανόλης διότι η ζύμωση των σακχάρων (υπό μορφή κυρίως κυτταρίνης) που θα δώσει αιθανόλη δυσκολεύεται από την ύπαρξη λιγνίνης στα φυτικά κύτταρα η οποία σε αντίθεση με την κυτταρίνη δεν διασπάται εύκολα για να μπορέσει να ζυμωθεί.

Αρα σε τι μπορεί να στραφεί η ανθρωπότητα ώστε να προσβλέπει στην ύπαρξη ενός φωτοσυνθετικού οργανισμού που αναπτύσσεται γρήγορα και πυκνά, δεν δεσμεύει καλλιεργούμενες εκτάσεις, δεν έχει ανάγκη άρδευσης, παράγει πολλά λίπη (και σάκχαρα φυσικά), και το κυριότερο απορροφά σαν “σφουγγάρι” το διοξείδιο του άνθρακα (το μόριο της ζωής, να μην το ξεχνάμε), για να το καλλιεργήσει για παραγωγή βιοκαυσίμων (και όχι μόνο); Η απάντηση δίδεται αβίαστα και ονομάζεται ΦΥΚΗ.

Το πόσο αποδοτικότερα από κάθε άποψη είναι τα φύκη συγκριτικά με τα φυτά στην παραγωγή βιοντίζελ φαίνεται από τα νούμερα απόδοσης ανά έκταση καλλιέργειας όπου τα μεν φυτά αποδίδουν περί τα 172 λίτρα ανά εκτάριο (L/ha, 1ha=10 στρέμματα) ενώ τα φύκη 136.700 L/ha. Ανάλογα είναι τα νούμερα συγκρίνοντας και την απόδοση σε βιοαιθανόλη αν και η τάση είναι να εκμεταλλευτούμε τα φύκη κυρίως για παραγωγή βιοντίζελ. Η παραπάνω σύγκριση γίνεται ακόμα εντυπωσιακότερη αν θεωρήσουμε ότι οι ανάγκες άρδευσης για τα φύκη δεν υφίστανται καν καθώς ζουν στο νερό και μάλιστα τα πιο αποδοτικά από αυτά στο θαλασσινό νερό.

Τα φύκη για να καλλιεργηθούν αποτελεσματικά χρειάζονται φως (όπως και τα φυτά άλλωστε) και θερμοκρασίες σχετικά υψηλές (γενικώς πάνω από 18 oC, όσο υψηλότερες τόσο το καλύτερο). Ο έντονος φωτισμός και με διάρκεια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προκαλεί επιταχυνόμενη αύξηση της βιομάζας τους και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν σπαταλούν θρεπτικούς πόρους για να κατασκευάσουν κορμό και κλαδιά (δεν χρειάζονται στήριξη, επιπλέουν), ρίζες (δεν απορροφούν νερό και θρεπτικά από έδαφος, κολυμπούν κυριολεκτικά μέσα στα θρεπτικά), ή καρπούς (αναπαράγονται γενικώς με απλή διαίρεση) τελικά αναγνωρίζονται ως υπερπαραγωγικά “φωτοσυνθετικά εργοστάσια” των οποίων όλη η βιομάζα μπορεί να χρησιμοποιηθεί (τροφή, χημικά, βιοκαύσιμα).

Αν η ύπαρξη επαρκούς και με διάρκεια ηλιοφάνειας, καθώς και οι ζεστές ημέρες αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για την καλλιέργεια των φυκών (τουλάχιστον σε υπαίθριους χώρους) σε πολλές χώρες του πλανήτη, αυτό δεν υφίσταται σε χώρες (όπως η Ελλάδα) που καλύπτουν αυτές τις προϋποθέσεις και επιπλέον διαθέτουν τεράστια ακτογραμμή. Κυριολεκτικά η ίδια η γεωμορφολογία και το κλίμα του τόπου μας κραυγάζει για το ιδανικόν του εγχειρήματος της φυκοκαλλιέργειας στην Ελλάδα. Μη νομισθεί εδώ ότι τυρβάζω περί ενός υποθετικού σεναρίου ανάπτυξης σαν κι αυτά που πολλοί γραφικοί εκτοξεύουν περί πηγών πλούτου που κρύβει η χώρα μας και που κάποιοι σκοτεινοί κύκλοι σαμποτάρουν. Αλλωστε παίρνω κουράγιο από τις τότε (προ 30ετίας και βάλε) φωνές ειδικών που μιλούσαν για τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων σε Ιόνιο και Αιγαίο-Λιβυκό και λίγο πολύ αντιμετώπιζαν λοιδωρίες που αρμόζουν μόνο σε γραφικούς. Σήμερα με τα συμβόλαια εξόρυξης ήδη υπογεγραμμένα και τις αντλήσεις προ των πυλών το αντιμετωπίζουμε (ευτυχώς) ως ευλογία. Και παρακάμπτοντας το ενδεχομένως τιθέμενο ερώτημα “καλά αφού βρήκαμε υδρογονάνθρακες γιατί να επενδύσουμε σε βιοκαύσιμα;” για λόγους που ξεχωρίζουν τον μίζερα σκεπτόμενο από τον οραματιστή και που χάριν της οικονομίας δεν θα επεκταθώ, επισημαίνω ότι ανά την υφήλιο (ΗΠΑ, Αυστραλία, Ισραήλ, Ισπανία, κ.ά, και αξίζει να τονιστεί η NASA) έχουν αποδυθεί σε ένα οργασμό έρευνας-ανάπτυξης-παραγωγής καλλιέργειας φυκών με “βασιλεύουσα” δραστηριότητα την παραγωγή βιοκαυσίμων. Και ναι μεν η βέλτιστη παραγωγή βιοκαυσίμων από φύκη που θα αναπληρώσει εξ’ ολοκλήρου τα ορυκτά καύσιμα απέχει ακόμα πολύ (ίσως και δεκαετίες), όμως αυτό δεν δρα ανασταλτικά στη φυκολογική έρευνα (βασική και εφαρμοσμένη), ούτε σε πιλοτικά προγράμματα, ούτε στην κατασκευή μονάδων φυκοκαλλιέργειας. Είναι λες και δημόσιος και ιδιωτικός τομέας στα αναπτυγμένα κράτη συντονίζονται απόλυτα στις αδιάλειπτες προσπάθειες να βρουν τα καταλληλότερα φύκη (από τα 50.000 και πλέον καταγεγραμμένα είδη) για καλλιέργεια, να βελτιώσουν γενετικώς τα επιλεγμένα, να μελετήσουν τις καλύτερες συνθήκες αύξησης, να μπορέσουν να διαχειριστούν αποτελεσματικότερα τη συλλογή των φυκών και την εκχύλιση των ουσιών τους και τελικά για να μην μακρηγορήσω, να φθάσουν σε ιδανικό λόγο κόστους παραγωγής και αξίας προϊόντος. Και για να μην το ξεχάσω να επισημάνω εδώ ότι τα φύκη δεν χρησιμεύουν μόνο για βιοκαύσιμα αλλά και για παραγωγή τροφής, χημικών, φαρμακευτικών, κοσμετικών, λιπασμάτων και επιπροσθέτως απορύπανσης των νερών. Ομως οι χρήσεις τους είναι τόσο πολυσύνθετες που συγκρατούμαι να μην πλατιάσω και χαθεί η ουσία αυτού που επιχειρώ να αναδείξω.

Φυσικά μια και τα προβλήματα που αναμένουν βιώσιμη οικονομικώς λύση στην παραγωγή βιοκαυσίμων από φύκη (με σπουδαιότερο εμπόδιο και συνάμα πλέον κοστοβόρο τη συλλογή της βιομάζας) δεν έχουν ξεπεραστεί ολοκληρωτικώς, απέχουμε ακόμα αρκετά από τη ρουτίνα της παραγωγής και απρόσκοπτης τροφοδοσίας των μηχανών με βιοκαύσιμα. Ομως αυτό γίνεται ολοένα και πιο εντατικά και προβάλλει ως πρόκληση δημιουργίας επιστημονικού τομέα αιχμής στα κράτη που τους είναι απωθητικό το να είναι είτε ουραγοί, είτε ασθμαίνοντες  ακόλουθοι των τεχνολογικών εξελίξεων.

Στην Ελλάδα έχουμε εξαίρετους επιστήμονες στη φυκολογία και αξιόλογα φυκολογικά εργαστήρια σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Το γνωρίζω διότι σε τέτοιο εργαστήριο δραστηριοποιούμαι φυκολογικώς. Απομονώνοντας φύκη από τις θαλάσσιες περιοχές της Δ. Ελλάδας, ταυτοποιώντας τα, καλλιεργώντας τα και γενικά μελετώντας φυκολογικώς τη φύση δεν θέλω εδώ να παρασυρθώ και να κραυγάσω το πάθος μου για αυτό που “μαζεύει τη ζωή μου σε πιο πρακτικό μέγεθος” στο εργαστήριο Καλλιέργειας Πλαγκτού στο Μεσολόγγι από το 1990. Ομως όπως αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, αν η Ελλάδα θελήσει να καταλάβει πραγματικά το ότι έχει την ευκαιρία λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των κλιματολογικών συνθηκών να εισέλθει στη χορεία των πρωτοπόρων κρατών στη φυκική εκμετάλλευση, πρέπει να αποφασίσει γρήγορα και θαρρετά να τακτοποιήσει και συγκεντρώσει το πολύτιμο επιστημονικό δυναμικό της σε ένα Κέντρο-Ινστιτούτο φυκολογικής έρευνας. Εγώ, ο συνάδελφος στο τάδε πανεπιστήμιο, ο ερευνητής στο δείνα ινστιτούτο και τόσοι άλλοι πολύ καλύτεροι της ταπεινότητάς μου, μπορεί μεν να παράγουμε δημοσιεύσεις στα φύκη και να αποκτάται έτσι ερευνητικό κύρος, όμως αυτό δεν είναι ικανό να δημιουργήσει έρευνα και ανάπτυξη (Research & Development) για το καλό της πατρίδας μας καθώς μόνο ένα πλήρως εξοπλισμένο Κέντρο μπορεί να σχηματοποιήσει τη φυκική εκμετάλλευση σε προοπτική 20ετίας και βάλε. Διότι ναι, καλά καταλάβατε, δεν πρόκειται για επένδυση που θα δημιουργήσει κρουνό άμεσης εκροής χρημάτων, αλλά για μια επίμονη στοχευμένη πορεία με συγκεντρωμένες και καθοδηγούμενες δυνάμεις. 

Διευκρινίζω επίσης ότι το προτεινόμενο Κέντρο-Ινστιτούτο δεν είναι του τύπου των διάφορων αναλόγων (κέντρων-ινστιτούτων-εργαστηρίων) που σωρηδόν ιδρύονται στα πανεπιστήμια, με τα περισσότερα από αυτά σχήματα-σφραγίδα με σκοπό την διεκδίκηση ευρωπαϊκών ερευνητικών πόρων. Η πρόταση αφορά μια εθνική προσπάθεια για ένα εθνικό απόκτημα τύπου “Δημόκριτος”, “ΕΛΚΕΘΕ” κ.λπ. Μια δομή μεγάλη και πλήρης με εργαστήρια κάθε απαιτούμενου τύπου ήτοι ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, χημείας & βιοχημικής ανάλυσης, γενετικής ταυτοποίησης και χειρισμών, τράπεζας διατήρησης καθαρών ειδών, μηχανουργείο, χώρους ελεγχόμενης καλλιέργειας, εξωτερικές πιλοτικές εγκαταστάσεις, αντλιοστάσιο και κάθε άλλο επιμέρους που απαιτείται. Με προσωπικό τουλάχιστον 30 ατόμων που θα αποτελείται κυρίως από ερευνητές (δηλαδή μάχιμους επιστήμονες και όχι γραφειοθεσίτες) και γενικώς κάτι εξοπλισμένο με ότι ερευνητικό εξοπλισμό-“rafale” διατίθεται σήμερα. Το κόστος του που θα ξεπερνά τα 50.000.000 ευρώ πρέπει να κάνει την προσπάθεια να αξίζει και όχι να ικανοποιήσει ενδεχόμενες επιστημονικές “αρπαχτές” υπό τον μανδύα του μεγαλόσχημου.

Ως είναι φυσικό ένα τέτοιο κέντρο δεν μπορεί να δημιουργηθεί ούτε σε όροφο κάποιου πανεπιστημιακού κτηρίου, ούτε σε πλαγιά βουνού, ούτε φυσικά στον πολεοδομικό ιστό κάποιας μεγαλούπολης. Απαιτείται ικανός και άπλετος χώρος κοντά στη θάλασσα, με όχι απαγορευτικές αποστάσεις από πόλη και πανεπιστήμιο και με ει δυνατόν γειτνίαση και με διαμορφώσεις γλυκών και υφάλμυρων νερών.

Φυσικά δεν διστάζω να προτείνω ότι η ιδανικότερη περιοχή της Ελλάδος για την εγκατάσταση αυτού του Κέντρου είναι η παράκτια Αιτωλοακαρνανία ο πλουσιότερος και ποικιλότερος σε υδατικό δυναμικό νομός της Ελλάδας (π.χ. οι απέραντες εκτάσεις του πρώην Τ.Ε.Ι. Μεσολογγίου-νυν Παν. Πατρών, ή οι άπλετοι χώροι του πρώην εργοταξίου της ΓΕΦΥΡΑΣ στο Αντίρριο). Δεν είναι ότι τυγχάνει εκεί να δραστηριοποιούμαι και ωθούμαι ως εξ’ αυτού να τον προτείνω αλλά μάλλον ότι είμαι πολύ τυχερός που βρίσκομαι εδώ και επιθυμώ η Ελλάδα να αποκομίσει τα οφέλη από αυτόν τον ευλογημένο από τη φύση τόπο.

Κλείνω αναφέροντας ότι αυτή η πρόταση ήδη από τον Μάρτιο του 2017 έχει κατατεθεί στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας (http://www.tay.teiwest.gr/ghotos/?p=275 στον ιστότοπό μου, https://www.pde.gov.gr/your-opinion/post/20/ στο site της περιφέρειας), και έκτοτε στον υπουργό ανάπτυξης (με ηλεκτρ. ταχυδρ.), σε εφημερίδες και σε πανεπιστημιακές αρχές. Ευελπιστώ κάποτε να τύχω απάντησης.

Για βιβλιογραφία δεν θέλω να παραθέσω εδώ το πλήθος των σχετικών εργασιών ανασκόπησης (reviews) φοβούμενος μην αδικήσω δια της παραλείψεως κάποιον επιστήμονα, αντί αυτού θα προτείνω στον κάθε ενδιαφερόμενο να πληκτρολογήσει στο Google τις λέξεις κλειδιά: microalgae, biofuels και καλή του ανάγνωση σε όσα άρθρα εντρυφήσει.

Γιώργος Χώτος, 2021

Και για μια μικρή γνωριμία με τα ζώντα μικροφύκη κάποιες συνδέσεις από βιντεοσκοπήσεις του εργαστηρίου: