—–Στο πεδίο του διαλόγου έχουμε ανταλλαγή απόψεων και σε επίπεδο ανώτερης ποιότητας παράθεση επιχειρημάτων. Εύκολα κατανοούμε ότι παράγοντες όπως ο εγωισμός, η άγνοια και η φανατική προσκόλληση σε ιδεολογίες δεν συμβάλλουν και το πιθανότερο, καταστρέφουν κάθε προοπτική σύγκλισης ή ταύτισης απόψεων προς επίτευξη κοινού αγαθού, το οποίον βεβαίως είναι το ζητούμενο, διότι αν ζητούμενο δεν υπάρχει, τότε ο διάλογος δεν είναι παρά προφορική προπόνηση παράθεσης λεκτικών αθυρμάτων.
—–Και εδώ λοιπόν γεννώνται τρία μεγάλα ερωτήματα τα οποία πολλές φορές είτε αγνοούμε, είτε καταπνίγουμε μη τυχόν και βρεθούμε προ των ευθυνών μας.
—–ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ είναι: Η Εγελιανή θεωρία του σχήματος ΘΕΣΗ-ΑΝΤΙΘΕΣΗ-ΣΥΝΘΕΣΗ, δεδομένου ότι υπονοεί σαφώς ότι και τα δύο αντιτιθέμενα μέρη μεταλλάσσονται σε μία κοινή καινούργια θέση, μας βρίσκει σύμφωνους, Συμμετέχουμε με καλή πρόθεση και προθυμία να μεταλλαχθούμε; Λαμπρή παραδειγματική έκφραση αυτής της τάσης είναι η διπλωματία όπου παρόλο που τα αντιτιθέμενα μέρη είναι αρχικώς αμετακίνητα, η ευτυχέστερη κατάληξη έρχεται με συμβιβασμό παραχωρήσεως μέρους των διεκδικήσεων κάθε μέρους. Στην πραγματική ζωή ομολογώ ότι σπανίως το έχω συναντήσει να γίνεται, ανεξαρτήτως των ερμηνειών που δίδουν κατόπιν οι όποιοι αναλυτές αξιολογώντας τέτοιες καταστάσεις βάσει ιστορικών εργαλείων. Στην κοινωνική ζωή ο ρεαλισμός της διπλωματίας δεν υφίσταται και τα πάθη καθηλώνουν τις αντιτιθέμενες απόψεις σε απόρριψη του άλλου και σε μίσος.
—–ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΡΩΤΗΜΑ είναι: Θέλουμε πραγματικά να πείσουμε το συνομιλητή μας να ΑΠΟΔΕΧΘΕΙ τα επιχειρήματά μας, την ιδεολογία μας, την κοσμοθεώρησή μας; Να τον μεταμορφώσουμε με άλλα λόγια σε ένα ομοϊδεάτη μας; Για να επιδιώκουμε βεβαίως κάτι τέτοιο εξυπακούεται ότι είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι (δικαίως ή αδίκως, αδιάφορο για τώρα) για την ορθότητα και ωφελιμότητα των απόψεών μας. Στην πραγματικότητα έστω και αν δεν το ομολογούμε ανοιχτά αυτός είναι ο σκοπός που συνήθως επιδιώκουμε.
—–ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ, πιο περίπλοκο αλλά και μεγαλοπρεπώς ουσιαστικό σε σχέση με τα προηγούμενα, είναι: Υπάρχει στις απόψεις μας ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΟΤΗΤΑ προκειμένου να δημιουργηθεί κάτι επωφελές αν επικρατήσουν; Με άλλα λόγια, που στοχεύουμε και πως ο στόχος θα επιτευχθεί στην παρούσα κατάσταση της πόλης, της κοινωνίας, ή του έθνους ανάλογα με τις υπάρχουσες δυνατότητες; Φυσικά, αν ο πολιτικός μπορούσε να απαντήσει με σιγουριά στα παραπάνω τότε θα ζούσαμε σε ένα κόσμο πολύ καλύτερο, σίγουρο και πλήρη συναρπαστικών προοπτικών. Φευ, οι πολιτικοί αποτελούν το τυπικότερο παράδειγμα διαστροφής και παραπλάνησης στις απαιτήσεις απάντησης αυτού του ερωτήματος.
——Τα δύο πρώτα ερωτήματα δεν μπορούν ταυτόχρονα να έχουν καταφατική απάντηση. Μόνο το ένα εξ’ αυτών μπορεί να επιλεγεί ως υποψήφιο κατάφασης και ταυτοχρόνως το άλλο άρνησης. Το τρίτο ερώτημα όμως οποιαδήποτε κι αν είναι η απάντηση (καταφατική ή αρνητική) προσκολλάται στην καταφατική απάντηση του οποιουδήποτε από τα δύο πρώτα.
Και είναι ακριβώς η ύπαρξη καταφατικής απάντησης στο τρίτο ερώτημα που δικαιώνει, ενδυναμώνει και δίνει αξία στα δύο πρώτα.