Πολλές δημοσιεύσεις ή καλές δημοσιεύσεις;

Πολλές δημοσιεύσεις ή καλές δημοσιεύσεις;

Στον ακαδημαϊκό χώρο το γνωρίζουμε όλοι αλλά το έχουμε απωθήσει στο άδυτο της συνείδησής μας. Και το έχουμε απωθήσει επειδή είναι ένα πολύ ενοχλητικό θέμα στο οποίο όλοι μας έχουμε, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο εμπλακεί, κάποτε ή και τώρα, αυτοβούλως ή συρόμενοι από αναγκαιότητα. Ομιλώ βεβαίως για τις επιστημονικές δημοσιεύσεις και όλο το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται το δράμα τους. Το σκηνικό είναι ο ακαδημαϊκός χώρος και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δικαίωσης των φιλοδοξιών όλων (καθηγητών και ερευνητών) που εργάζονται σε αυτόν. Μετά από μια μακρόχρονη ακαδημαϊκή καριέρα νομίζω ότι σήμερα είμαι σε θέση να εκτιμήσω και να αποτιμήσω όλα όσα είδα σε αυτόν. Μπορεί βεβαίως να μην έχω πλήρη αντίληψη όλου του χώρου (ποιός άλλωστε μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει) στην Ελλάδα (τουλάχιστον), όμως έχω δει αρκετά για να εμπιστευτώ το ένστικτό και τη διαίσθησή μου (ίσως είμαι Μπερξονιστής) και να διαμορφώσω άποψη.

Η καριέρα κάθε καθηγητή ανελίσσεται και δικαιώνεται βάσει των επιστημονικών δημοσιεύσεων που συσσωρεύει στην επιστημονική του διαδρομή και με τις οποίες κρίνεται για να εξελιχθεί σταδιακά σε ολοένα και ανώτερη βαθμίδα. Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς (και από αυτούς που δεν είναι εξοικειωμένοι με τα ακαδημαϊκά δρώμενα) γιατί οι δημοσιεύσεις αποτελούν την καλώς εννοούμενη μονομανία των καθηγητών όλων των βαθμίδων. Το “καλώς εννοούμενη” ως έκφραση αφορά βέβαια υγιείς καταστάσεις όπου η δημοσίευση αποτελεί την κατάληξη και το επιστέγασμα μιας ουσιαστικής και άξιας λόγου έρευνα και όχι θραύσματα ευρημάτων που με “ταχυδακτυλουργικά” τεχνάσματα συγκολλιούνται για να δώσουν ένα ευπαρουσίαστο σύνολο που θα δοθεί σε ένα επιστημονικό περιοδικό.

Δυστυχώς όμως τις τελευταίες δεκαετίες εξαιτίας του πλήθους των επιστημονικών περιοδικών που συνεχώς ιδρύονται διεθνώς, έχει παρατηρηθεί η αγωνιώδης προσπάθειά τους να προσελκύσουν “πελάτες-ερευνητές” όπως-όπως προκειμένου να μπορέσουν να σταθούν στο διεθνή άκρως ανταγωνιστικό στίβο των επιστημονικών εκδόσεων. Από τις δεκάδες χιλιάδες περιοδικά ξεχωρίζουν βεβαίως οι κλασσικές υψηλού κύρους εκδόσεις των “ιερών τοτέμ” περιοδικών τύπου Nature, Cell, Lancet, κ.λπ. όπου το να γίνει δεκτή μια δημοσίευση σε αυτά αποτελεί την ύψιστη αναγνώριση για ένα επιστήμονα. Τα υποδεέστερα (με όρους επιστημονικών δεικτών) αυτών των μεγαθηρίων υπόλοιπα περιοδικά μόνο με προσέλκυση ολοένα και περισσότερων δημοσιεύσεων μπορούν να σταθούν και να επιβιώσουν. Για το σκοπό αυτό έχουν αναπτύξει στρατηγικές επιβίωσης και προσέλκυσης επιστημονικών εργασιών που περιλαμβάνουν πλατιά δημοσιοποίηση της ύπαρξής τους μέσω αποστολής e-mail, υπόσχεση για πολύ γρήγορη δημοσίευση και το πλέον αποτελεσματικό και συγχρόνως εξόχως μεγαλοφυές (αλλά και πονηρό κατά την άποψή μου), σύστημα καταβολής πληρωμής για κάθε δημοσίευση. Για να το κάνω πιο καθαρό αυτό το τελευταίο, να επισημάνω ότι κάποτε, όχι πολύ παλιά (έως τα μέσα της δεκαετίας 2001-2010), ήταν μετρημένα στα δάκτυλα τα περιοδικά που απαιτούσαν πληρωμή για τη δημοσίευση έστω και αν όλες οι εργασίες πρώτα κρίνονται από ειδικούς πριν ληφθεί η τελική απόφαση για το αν αξίζουν δημοσίευση ή απόρριψη. Σήμερα η γενίκευση της καταβολής χρημάτων (από 1000 έως και 2500 ευρώ ανά δημοσίευση) έχει δημιουργήσει μια τεράστια αγορά δημοσιεύσεων όπου είναι αναπόφευκτο να κυριαρχήσουν οι πραγματιστικοί όροι των οικονομικών συναλλαγών.

Εξηγούμαι λοιπόν γιατί θεωρώ πονηρή την καταβολή τιμήματος για να δημοσιευθεί μια εργασία. Οταν το περιοδικό σου ζητά να πληρώσεις για κάτι σημαίνει ότι σου προσφέρει μια υπηρεσία, στην προκειμένη περίπτωση να δημοσιεύσει την εργασία σου. Ετσι και εσύ ωφελείσαι ανεβάζοντας την επιστημονική σου επίδοση και το περιοδικό ωφελείται διπλά, αφενός επειδή αποκομίζει κέρδος και αφετέρου κύρος και κυκλοφορία, μια και όσο περισσότεροι το προτιμήσουν για να στείλουν σ’ αυτό τη δημοσίευσή τους τόσο αυτό εδραιώνεται. Μα, θα πει κάποιος, το περιοδικό έχει έξοδα (στέγαση, διεύθυνση, υπαλλήλους, εκτυπωτικά, διαφήμιση, φόρους κ.λπ.) δεν θα πρέπει από κάπου να έχει έσοδα; Η απάντηση είναι απλή. Ολα τα περιοδικά ανέκαθεν ακόμα και πριν επιβάλουν “τέλη δημοσίευσης” είχαν έσοδα από την πώληση των τευχών τους στους επιστημονικούς κύκλους είτε ως ξεχωριστά τεύχη κατά περίπτωση, είτε ως συνδρομές. Επιπροσθέτως τα περιοδικά δεν αποτελούν αυτόνομες οντότητες από διαχειριστική σκοπιά αλλά παρακλάδια-τμήματα μεγάλων εκδοτικών οίκων η διαχείριση των οποίων κάλυπτε και τις δικές τους ανάγκες. Δηλαδή με άλλα λόγια, και για να γίνει κατανοητό, δεν είχαν ανάγκη να αγοράσουν κτίριο, τυπογραφείο και να προσλάβουν ιδιαίτερο προσωπικό (διορθωτές, τυπογράφους, κ.ά.) διότι αυτό το προσωπικό ήδη υφίστατο. Να γιατί δεν υπήρχε κάποτε ανάγκη να πληρώσεις για τη δημοσίευσή σου. Τα περιοδικά ήταν τότε πολύ αυστηρά και γίνονταν πραγματική “μάχη” για να σου κάνουν δεκτή μια εργασία μετά από πολύ αυστηρές κρίσεις 2-3 κριτών εγνωσμένου κύρους στο αντίστοιχο με την εργασία σου επιστημονικό πεδίο. Σιγά-σιγά όμως καθώς ξεφύτρωναν νέα περιοδικά και μάλιστα ηλεκτρονικά, χωρίς την ανάγκη δηλαδή να κάνουν έντυπες εκδόσεις, το τοπίο άλλαξε ριζικά και ανεπιστρεπτί. Περιοδικά από όλες τις χώρες (ακόμα και τριτοκοσμικές) βγήκαν στον επιστημονικό στίβο διαφημιζόμενα παντοιοτρόπως και καλούσαν την ολοένα και διευρυνόμενη επιστημονική κοινότητα να τα προτιμήσουν και να στείλουν σε αυτά τις δημοσιεύσεις τους. Οι νέοι ειδικά επιστήμονες επιθυμώντας να αυξήσουν τις δημοσιεύσεις τους για να μπορέσουν να έχουν ελπίδες εξέλιξης στην υπηρεσία τους (πρωτίστως πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα), πρέπει να ένιωσαν ανακούφιση από την ανάδυση στην παγκόσμια αγορά επιστήμης τόσων πολλών προσφορών εκδοτών έστω και αν θα επιβαρύνονταν οι ίδιοι το κόστος έκδοσης. Διότι στο πίσω μέρος του μυαλού όλων (και αυτό πρέπει να τολμήσουμε να το παραδεχτούμε) υπάρχει το εξής σκεπτικό: Σε πληρώνω για να μου δημοσιεύσεις αυτό που σου στέλνω. Αν δεν σ’ αρέσει υπάρχουν και άλλοι πολλοί για να δοκιμάσω. Αυτή η υφέρπουσα πονηρή σκέψη έχει διαποτίσει το δίδυμο ερευνητή-εκδότη και έχει επιφέρει εκπτώσεις στην ποιότητα της ουσίας των δημοσιεύσεων.

Ετσι λοιπόν με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα να έχουν πληθύνει ακολουθώντας και την παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού της Γης (μην το ξεχνάμε) και συνάμα την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και τη ζήτηση για μόρφωση, οι θέσεις εργασίας (καθηγητές, ερευνητές) έχουν κι’ αυτές πληθύνει αλλά όχι τόσο ώστε να καλύπτουν την προσφορά. Ο επιστημονικός ανταγωνισμός λοιπόν μπορεί μεν από τη μια μεριά να έχει ωθήσει σε εντατικοποίηση της έρευνας όμως από την άλλη ωθεί σε ανταγωνισμό και ανάγκη επίτευξης υψηλού “σκορ” δημοσιεύσεων προκειμένου ένας υποψήφιος να επιβιώσει επιστημονικώς. Και για να κατορθώσει να επιβιώσει και να σταθεροποιηθεί στη θέση του, έχει μεταπέσει (έστω κι αν δεν το καταλαβαίνει) από κυνηγός της ποιότητας σε κυνηγό της ποσότητας. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν επιδιώκω εδώ την ακύρωση της σημασίας της δημοσίευσης (το αντίθετο μάλιστα) αλλά μάλλον την επισήμανση κάποιου “κακώς κειμένου” που κινδυνεύει αν δεν το προσέξουμε να μολύνει κάτι μεγαλειώδες, αυτού δηλαδή που αποτελεί την κορωνίδα του πολιτισμού μας, δηλαδή την επιστήμη.

Ας σκεφτούμε λίγο αναπολώντας το παρελθόν τα 20 χρόνια που πέρασε ο Δαρβίνος ετοιμάζοντας τη μεγάλη του δημοσίευση που άλλαξε τον κόσμο, ή τα 20 χρόνια έρευνας στη θάλασσα του Δανού Σμιντ πριν δημοσιεύσει τα ευρήματά του για τον τόπο αναπαραγωγής του ευρωπαϊκού χελιού. Αυτοί και τόσοι άλλοι που εξήγησαν τον κόσμο μας δεν διακατέχονταν από άγχος να δικαιωθούν μέσω πλήθους δημοσιεύσεων αλλά μάλλον από την ευγενή φιλοδοξία να προσφέρουν κάτι μεγάλο, μεστό και σημαντικό. Εμείς βέβαια δεν ζούμε στον 19ο αιώνα ούτε στις αρχές του 20ού αλλά δεν πρέπει να απεμπολήσουμε την πεμπτουσία της επιστημονικής έρευνας που είναι η σημαντικότητα των ευρημάτων. Τι θέλω να πω με αυτό. Η μάλλον τι θέλω να επισημάνω για να το αποφεύγουμε. Ας υποθέσουμε ότι ένας ερευνητής, μεταλλειολόγος λόγου χάριν, ερευνά τις ιδιότητες ενός μεταλλικού κράματος. Εξετάζει λοιπόν τις ιδιότητές του και βρίσκει το πως αυτό επηρεάζεται από τη θερμοκρασία, την υγρασία, τη διάβρωση από οξέα κ.λπ. Ο ερευνητής αυτός έχει δύο επιλογές. 1ον. Να δημοσιεύσει (ή τουλάχιστον να επιχειρήσει) μία εργασία για τη θερμοκρασία, μία για την υγρασία, μία για τη διάβρωση κ.ο.κ. 2ο. Να δημοσιεύσει μετά από αρκετό καιρό αφού έχει μελετήσει εξονυχιστικά το συγκεκριμένο κράμα μια εκτεταμένη και περιεκτική εργασία όπου θα παραθέτει συνολικά τα ευρήματά του για τη θερμοκρασία, την υγρασία τη διάβρωση και ότι άλλο τέλος πάντων εξέτασε. Τι λέτε λοιπόν; ποια επιλογή είναι καλύτερη; Προφανώς η δεύτερη διότι από άποψη επιστημονικότητας επιτρέπει στον ερευνητή να ξεδιπλώσει ολιστικώς τη σκέψη του και να αποτιμήσει το υπό διερεύνηση κράμα από όλες τις πλευρές μια και οι διάφορες παράμετροι που ερεύνησε μπορούν να έχουν και συνδυαστικά άλλη επίδραση στο υλικό του απ’ ότι η κάθε μία αποσπασματικά. Αν λοιπόν για να μπορέσει να ολοκληρώσει την εργασία του θα του έπαιρνε λόγου χάρη 1,5 χρόνο και εν τω μεταξύ υπήρχε πίεση λόγω ανταγωνισμού στην υπηρεσία του να προλάβει να δείξει δημοσιευμένο έργο, γιατί να μην διαλέξει να δημοσιεύει κάθε 3-4 μήνες και από μια εργασία, για τη θερμοκρασία η μία, για την υγρασία η άλλη, για τη διάβρωση η επόμενη και πάει λέγοντας; Ετσι θα βρεθεί στο τέλος με 3 τουλάχιστον εργασίες και μάλιστα σύντομα ενώ στην άλλη περίπτωση θα βρεθεί στο τέλος με μία μόνο εργασία και μάλιστα μετά από 1,5 χρόνο, διάστημα κατά το οποίο κινδυνεύει και να υποστεί κριτική για το τι στο καλό κάνει τόσο καιρό.

Η ουσία αυτού του απλοϊκού παραδείγματος που έδωσα είναι και η μάστιγα που κατατρέχει την επιστημονική μας κοινότητα (συμβαίνει και στην Ελλάδα έντονα). Πιασμένοι όλοι σε ένα βέρτιγκο επιστημονικού παροξυσμού, πολλές φορές χωρίς να αγαπάμε πραγματικά το αντικείμενό μας, γνωρίζοντας ότι οι κριτές μας δεν κοιτάνε το περιεχόμενο αλλά μόνο τον αριθμό των δημοσιεύσεων, έχοντας εκμεταλλευθεί τη δίψα των περιοδικών να προσελκύσουν δημοσιεύσεις, έχοντας συμπήξει θεμιτές και αθέμιτες συνεργασίες με άλλους επιστήμονες (που πολλές φορές δεν τους έχουμε καν συναντήσει) για να φτιάξουμε συνεταιρικές εργασίες με 5-12 ονόματα η κάθε μία (και πολλαπλασιάζοντάς τες από την προσφορά σε νέες του καθενός από αυτούς), φθάνουμε σε άνευρες, ανούσιες και εν πολλοίς άχρηστες δημοσιεύσεις και προχωράμε σε καινούργιες φουσκώνοντας ένα βιογραφικό που πολλές φορές δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ακριβό ρούχο που πληρώσαμε για να μας κάνει ευπαρουσίαστους.

Στον τομέα μου της βιολογίας και ειδικά της υδροβιολογίας-ιχθυολογίας όπου οι δυσκολίες λόγω της ζωντανής φύσης του εξεταζόμενου υλικού είναι πολύ μεγαλύτερες από π.χ. ενός προγραμματιστή, ή ενός χημικού, ή ενός μηχανικού, πρέπει αν έχεις επιστημονική συνείδηση, να ζήσεις πολύ καιρό με το υλικό σου να το μάθεις να το αγαπήσεις, να το μελετήσεις και μετά να δημοσιεύσεις. Αλλη συμπεριφορά έχει ένα ψάρι, ένα κωπήποδο, ένα φύκος, ένα πρωτόζωο στη φύση και άλλη στο εργαστήριο. Η εμβάθυνση στη βιολογία του είναι μια μακροχρόνια και συνεχής εξέταση. Ακόμα και στο εργαστήριο όπου θα μελετήσεις τους οργανισμούς σου η εξέταση με μικροσκόπιο αποτελεί για τους μικροσκοπικούς από αυτούς απαραίτητη και συνεχή διεργασία. Το μικροσκόπιο δεν είναι παίξε γέλασε. Θέλει αυτοσυγκέντρωση, καθαρό μυαλό, αγάπη και πάνω απ’ όλα χρόνο, πολύ χρόνο. Τι νόημα έχει να φτάσεις σε ένα επιπόλαιο συμπέρασμα, να ετοιμάσεις μια εργασία “τσάτρα-πάτρα”, να την καλουπώσεις και να την φτιασιδιάσεις με όμορφα “τελευταίας τεχνολογίας” διαγράμματα, πίνακες και στατιστικά συμπεράσματα εικονικής πραγματικότητας και να τη στείλεις για δημοσίευση γνωρίζοντας ότι οι κρίσεις είναι πλέον βιαστικές και επιφανειακές; Θα σου δώσει αυτό ικανοποίηση; Είναι η ηδονή που θα νιώσεις όταν τη δεις δημοσιευμένη ικανή να σου αναπληρώσει το αίσθημα πονηριάς που μέσα σου βαθιά γνωρίζεις ότι μεταχειρίστηκες για να έχεις αυτό το αποτέλεσμα; Αν η επιστημονική σου συνείδηση έχει τόσο πολύ τεντωθεί τότε δεν παίρνει γιατριά, θα είσαι έτσι πάντα χωρίς να το καταλαβαίνεις. Αν όμως ξεγελάς με αυτό τον τρόπο τον εαυτό σου και το αισθάνεσαι τότε ή πρέπει να αλλάξεις ή αλλιώς θα σε κατατρώει μέσα σου το μυστικό σου.

Τελικό συμπέρασμα. Στη σημερινή κατάσταση εξαιρουμένων λίγων λαμπρών επιστημόνων που δημοσιεύουν όταν πρέπει, όταν έχουν κάτι σημαντικό βρει, η πλειονότητα διαβαθμίζεται από άποψη παραγωγής δημοσιεύσεων μεταξύ καλών δημοσιεύσεων, αδιάφορων, σκουπιδιών (junk) και το φρικτότερο (αλλά δύσκολο να αποδειχθεί) δημοσιεύσεων βασισμένων κατά μεγάλο μέρος σε φανταστικά στοιχεία. Μην σας εκπλήσσει αυτό το τελευταίο. Υπάρχουν εκεί έξω δήθεν ερευνητές και δήθεν επιστήμονες που έχουν εκπαιδευτεί τόσο καλά στο τι θέλει η επιστημονική κοινότητα που μπορούν να μεταμορφώσουν μια ιδέα ή έστω ένα θραύσμα ευρημάτων σε πραγματική δημοσιευμένη εργασία. Κανείς δεν τους ελέγχει και μάλιστα με τέτοιες εργασίες μπορούν και καταλαμβάνουν θέσεις σε ακαδημαϊκά ιδρύματα. Υπάρχουν επίσης ερευνητές (και είναι πολλοί αυτοί) που αναφέρονται σε μια δημοσίευση στην οποία αναφέρονται και άλλα πολλά ονόματα, που αν τους ρωτούσες τι πραγματεύεται αυτή η δημοσίευση δεν θα μπορέσουν να ψελλίσουν τίποτα και ξέρετε γιατί; διότι απλούστατα δεν συμμετείχαν σε κανένα στάδιο της έρευνας. Απλώς λόγω συναλλαγής με τους υπόλοιπους (βάλε με εσύ σ’ αυτή την εργασία σου και θα σε βάλω εγώ σε μια δική μου, κ.ο.κ.) ή λόγω ποικίλων εκδουλεύσεων (ακόμα και εκβιαστικών διλημμάτων που επιβάλλει ένας ανώτερος σε κατώτερο) απέκτησαν το δικαίωμα να έχουν μία ακόμα εργασία στο βιογραφικό τους για να μπορούν να εξελίσσουν την καριέρα τους. Λυπηρόν βέβαια, όμως τι να κάνεις; ο οδηγός του καθενός μας είναι το αξιακό σύστημα που έχουμε μέσα μας και αυτό ποτέ δεν πρέπει να το μαγαρίσουμε.

Γιώργος Χώτος, Απρίλιος 2019